- άζευτος
- -η, -ο [ζεύω]1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος.
Dictionary of Greek. 2013.