άζευτος

άζευτος
-η, -ο [ζεύω]
1. αυτός που δεν ζεύχθηκε, που δεν τέθηκε κάτω από ζυγό ή δεν είναι επιδεκτικός ζεύξεως, άγριος, ατίθασος
2. (για άλογα) ελευθερωμένος από ζυγό, ξέζευτος, ξεζεμένος
3. (για χωράφια) αζευγάριστος, ανόργωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άζευτος — η, ο 1. (κυρίως για ζώα), αυτός που δε μπήκε στο ζυγό (στο αλέτρι, το κάρο κτλ.): Το μουλάρι ήταν ακόμη άζευτο. 2. αυτός που δε ζεύτηκε (συνδέθηκε) με γέφυρα: Το ποτάμι στο μέρος εκείνο ήταν άζευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άζευκτος — η, ο (AM ἄζευκτος, ον) 1. αυτός που δεν μπήκε σε ζυγό, άζευτος 2. που δεν συζεύχθηκε, άγαμος νεοελλ. (για ποταμούς, πορθμούς κ.λπ.) αυτός που δεν ζεύχθηκε, δεν ενώθηκε με γέφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζευκτός < ζεύγνυμι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”